- αβγομάνα
- η1. η ωοθήκη της κότας.2. το προσφώλι, το αβγό δηλ. που μένει πάντα στη φωλιά της κότας.3. μεγάλο αβγό: Αυτό δεν ήταν αβγό, ήταν αβγομάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.